- ἀποκαθαρτικός
- ἀποκᾰθᾰρ-τικός, ή, όν,A clearing off, cleansing, c. gen., Dsc.3.23;
ψυχῶν Iamb.Myst.2.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψυχῶν Iamb.Myst.2.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποκαθαρτικά — ἀποκαθαρτικός clearing off neut nom/voc/acc pl ἀποκαθαρτικά̱ , ἀποκαθαρτικός clearing off fem nom/voc/acc dual ἀποκαθαρτικά̱ , ἀποκαθαρτικός clearing off fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθαρτικόν — ἀποκαθαρτικός clearing off masc acc sg ἀποκαθαρτικός clearing off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθαρτική — ἀποκαθαρτικός clearing off fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθαρτικήν — ἀποκαθαρτικός clearing off fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)